- νεροκουβαλήτρα
- η водонаборное, водоналивное судно
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
νεροκουβαλητής — ο, θηλ. νεροκουβαλήτρα (Μ νεροκουβαλητής) αυτός που έχει ως επάγγελμα τη μεταφορά και πώληση νερού νεοελλ. 1. αυτός που κάνει βοηθητικές εργασίες υπηρετώντας κάποιον με δουλικό τρόπο 2. το θηλ. υδροφόρο πλοίο … Dictionary of Greek
Γκόγια ι Λουθιέντες, Φρανθίσκο — (Francisco Goya y Lucientes, Φουεντετόδος, Αραγονία 1746 – Μπορντό 1828).Ισπανός ζωγράφος και χαράκτης. Τέταρτο παιδί του επιχρυσωτή Χοσέ και της Γκραθία Λουθιέντες, φοίτησε στο Κολέγιο του Τάγματος των Ευαγών Σχολών στη Σαραγόσα, όπου αργότερα… … Dictionary of Greek
νεροκουβαλητής — ο θηλ. ήτρα 1. αυτός που έχει ως επάγγελμα να κουβαλά νερό. 2. μτφ., υπηρέτης ή μέλος ομάδας για βοηθητικές υπηρεσίες: Ένας διευθύνειτο εργοστάσιο, οι άλλοι είναι νεροκουβαλητές. 3. το θηλ. ως ουσ., νεροκουβαλήτρα πλοίο του ναυτικού για τη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υδροφόρα — η όχημα, πλοίο κτλ. για μεταφορά νερού, η νεροκουβαλήτρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)